- πρωτοκορινθιακός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιότατη περίοδο τής κορινθιακής τέχνης και, ιδίως, τής αγγειοπλαστικής («πρωτοκορινθιακά αγγεία»)2. αρχαιολ. συμβατική ονομασία αγγείων τού 7ου π. Χ. αιώνα τα οποία κατασκευάζονταν, πιθανώς, στη Σικυώνα και αποτέλεσαν τους προδρόμους τών κορινθιακών).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + κορινθιακός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Χρ. Τσούντα].
Dictionary of Greek. 2013.