πρωτοκορινθιακός

πρωτοκορινθιακός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιότατη περίοδο τής κορινθιακής τέχνης και, ιδίως, τής αγγειοπλαστικής («πρωτοκορινθιακά αγγεία»)
2. αρχαιολ. συμβατική ονομασία αγγείων τού 7ου π. Χ. αιώνα τα οποία κατασκευάζονταν, πιθανώς, στη Σικυώνα και αποτέλεσαν τους προδρόμους τών κορινθιακών).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + κορινθιακός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Χρ. Τσούντα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”